- κατάκαυση
- η (AM κατάκαυσις) [κατακαίω]η πλήρης, η ολοσχερής καύση, απανθράκωση, αποτέφρωσημσν.καύσωνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακαύσῃ — κατακαύσηι , κατάκαυσις burning fem dat sg (epic) κατακαίω burn completely aor subj mid 2nd sg κατακαίω burn completely aor subj act 3rd sg κατακαίω burn completely fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… … Dictionary of Greek
διαπύρωση — η (Α διαπύρωσις, εως) [διαπυρώ] 1. πύρωμα, πυράκτωση 2. κατάκαυση … Dictionary of Greek
εμπρησμός — ο (AM ἐμπρησμός) νεοελλ. εκούσια πυρπόληση που γίνεται σκόπιμα για να προκαλέσει βλάβη ή για εξαπάτηση («εμπρησμός καταστήματος») αρχ. μσν. πυρπόληση, πυρκαγιά, κατάκαυση … Dictionary of Greek
κατάπρησις — κατάπρησις, ἡ (Α) η πράξη τού καταπίμπρημι*. άναμμα, κατάκαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπίμπρημι (πρβλ. μέλλ. κατα πρήσ ω)] … Dictionary of Greek
κατάφλεξη — ἡ (Α κατάφλεξις) [καταφλέγω] κατάκαυση, πυρπόληση, απανθράκωση, καταφλόγιση («Ἥρας δόλον καὶ Σεμέλης κατάφλεξιν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κατακάρπωσις — κατακάρπωσις, ἡ (Α) [κατακαρπώ] η κατάκαυση … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
φλογισμός — ο 1. φλόγισμα (βλ. λ.). 2. άναμμα, ανάφλεξη, κατάκαυση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)